- ἀπυρεξίας
- ἀπυρεξίᾱς , ἀπυρεξίαabsence of feverfem acc plἀπυρεξίᾱς , ἀπυρεξίαabsence of feverfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάλειμμα — το (AM διάλειμμα, ατος) [διαλείπω] (για χρόνο) προσωρινή παύση, προσωρινή διακοπή, ανάπαυλα νεοελλ. 1. (για σχολεία) διακοπή, ανάπαυλα ανάμεσα σε δύο μαθήματα 2. (σε θέατρο) χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο πράξεις 3. φρ. «κατά διαλείμματα» με… … Dictionary of Greek
τριταίος — α, ο / τριταῑος, αία ον, ΝΜΑ, θηλ. και αίη, Α φρ. «τριταίος πυρετός» ή απλώς «ο τριταίος» πυρετός που επανέρχεται κάθε τρίτη μέρα, με μεσοδιάστημα απυρεξίας 24 ωρών, χαρακτηριστικός για την ελονοσία αρχ. 1. αυτός που γίνεται, διεξάγεται ή… … Dictionary of Greek
υπόστροφος — η, ο / ὑπόστροφος, ον, ΝΜΑ [ὑποστρέφω] αυτός που επιστρέφει, που επανέρχεται νεοελλ. 1. (για ασθένεια) αυτός που επανεμφανίζεται 2. φρ. α) «υπόστροφος πυρετός» ιατρ. λοιμώδες νόσημα που προκαλείται από διάφορα είδη τρεπονημάτων και μεταδίδεται με … Dictionary of Greek
υφέσιμος — η, ο, Ν ο δεκτικός ύφεσης («υφέσιμος πυρετός» τύπος πυρετού που χαρακτηρίζεται από περιόδους απυρεξίας οι οποίες παρεμβάλλονται ανάμεσα σε πολύ κοντινές πυρετικές εξάρσεις). [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφεση. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στον Θεόδ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek